θέμα

θέμα
I
Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν-, ταχυτητ-, τρεχ-, εκειν-. Η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία προσδιορίζει ότι το θ. αποτελείται από τη ρίζα της λέξης και τα λεγόμενα θεματικά μορφήματα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στη λέξη λανθάνω διακρίνεται η ρίζα λαθ- και το θ. λανθαν-. Ανάλογα με τη φύση και την αξία αυτών των μορφημάτων τα θ. χωρίζονται σε ονοματικά (λύσ-η, λόγ-ος) και ρηματικά (λέγ-ω, λύν-ω), είναι δε φωνηεντικά ή συμφωνικά, ανάλογα με τον καταληκτικό τους φθόγγο (ήρω-ας φωνηεντικό θ., δεν-ω συμφωνικό θ.). Στα τριτόκλιτα ονόματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το θ. προσδιορίζεται από τη γενική πτώση, μετά την αφαίρεση της κατάληξης: για παράδειγμα, ελπίς (θ. ελπί-δος), φύλαξ (θ. φύλακ-ος) κλπ. Τόσο στα ουσιαστικά, όσο και στα ρήματα, γίνεται η διάκριση του θ. σε ισχυρό ή ασθενές, ανάλογα με το αν τελειώνει σε μακρό ή βραχύ φωνήεν (λιμήν = ισχυρό θ., λιμεν- = ασθενές θ.).
II
Διοικητική διαίρεση του Βυζαντινού κράτους. Πρόκειται για περιφέρεια, στην οποία την πολιτική και στρατιωτική εξουσία ασκούσε ένας στρατηγός επικεφαλής ενός σώματος διοικητικών και πολιτικών υπαλλήλων. Η λέξη θ. σήμαινε αρχικά το πρωτόκολλο καταγραφής ενός σώματος στρατιωτών. Αργότερα, σήμαινε το ίδιο το σώμα και, τέλος, την περιφέρεια στην οποία στάθμευε. Αυτή η διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου, λόγω των στρατιωτικών και πολεμικών αναγκών της περιόδου εκείνης, αρχικά στη Μικρά Ασία και αργότερα και στις ευρωπαϊκές περιοχές του Βυζαντίου. Στρατιωτικός υπεύθυνος για τα θ. της Ασίας ήταν ο μέγας δομέστικοςτης Ανατολής, ενώ της Ευρώπης, ο μέγας δομέστικοςτης Δύσης. Από τον 14ο αι. και μετά, ο θεσμός των θ., παρότι διατηρήθηκε, έχασε την αρχική στρατιωτική του σημασία.
* * *
το (AM θέμα) [τίθημι]
1. αυτό που τίθεται, το προκείμενο
2. το ζήτημα γύρω από το οποίο στρέφεται η ομιλία, το αντικείμενο συζήτησης ή έρευνας («ποιο είναι το θέμα τής διάλεξης σήμερα;»)
3. (γλωσσολ.) τμήμα τής λέξης το οποίο θεωρούσαν οι αρχαίοι γραμματικοί ως βάση στην οποία στηρίζεται το μεταβλητό (κλιτό) μέρος αυτής, ενώ κατά την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία συνίσταται από τη ρίζα τής λέξης στην οποία προστέθηκαν τα θεματικά μορφήματα
4. (νομ.) η υπόθεση, η δίκη
νεοελλ.
1. το ζήτημα που δίνεται στους εξεταζόμενους για λύση, μετάφραση ή ανάπτυξη («τα θέματα τών εξετάσεων ήταν δύσκολα»)
2. το αντικείμενο, το περιεχόμενο («αυτός ο πίνακας έχει ωραίο θέμα»)
3. μουσ. μουσική ιδέα που χρησιμεύει ως βάση για τη σύνθεση ολόκληρου έργου, το μοτίβο
4. φρ. «δεν υπάρχει θέμα» — δεν γεννάται ζήτημα, δεν υπάρχει λόγος
μσν.
1. μεγάλη στρατιωτική και πολιτική διοικητική περιφέρεια τού βυζαντινού κράτους
2. στρατιωτική μονάδα αποτελούμενη από τέσσερεις χιλιάδες άνδρες
μσν.-αρχ.
(στην αστρολογία) ωροσκόπιο
αρχ.
1. τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στην τράπεζα ως εγγύηση («ουδέ γάρ oἱ τραπεζῖται... ἀπαιτούμενοι τά θέματα, δυσχεραίνουσιν ἐπί τῇ ἀποδόσει», Πλούτ.)
2. θησαυρός, απόθεμα («θέμα γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης», ΠΔ)
3. στοίβα, σωρός («θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ», Σοφ.)
4. θήκη, κιβώτιο
5. βραβείο, έπαθλο
6. κοινός τόπος ταφής ή κοινή γη («ἡ σορός καὶ το βαθρικόν και το ὑποκείμενον θέμα», επιγρ.)
7. αυθαίρετη απόφαση
8. (στους Στωικ.) τρόπος αναγωγής ανώμαλου συλλογισμού
9. (κατά τον Ησύχ.) «θέμα
ἕξις, τόπος, στάσις, μνῆμα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θέμα — that which is placed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμα — το, ατος 1. ζήτημα, πρόβλημα: Το θέμα εξετάστηκε από όλες τις πλευρές. – Αυτά που λες είναι εκτός θέματος. 2. υπόθεση κάποιου έργου, μύθος: Δεν κατάλαβε ποιο ήταν το θέμα αυτού του έργου. 3. το μέρος της λέξης που απομένει αν αφαιρέσουμε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέμ' — θέμα , θέμα that which is placed neut nom/voc/acc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμάτοιν — θέμα that which is placed neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμάτων — θέμα that which is placed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμασι — θέμα that which is placed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμασιν — θέμα that which is placed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέματα — θέμα that which is placed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέματι — θέμα that which is placed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέματος — θέμα that which is placed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”